διαμελίζω

διαμελίζω
μετ.
1) разрубать, разрезать на куски; кромсать; 2) делить, дробить, расчленить

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "διαμελίζω" в других словарях:

  • διαμελίζω — διαμελίζω, διαμέλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαμελίζω — (AM διαμελίζω) 1. διαχωρίζω τα μέλη, κόβω σε κομμάτια, κατατεμαχίζω 2. κομματιάζω και διαμοιράζω τα κομμάτια με άλλους («μελίζεται καὶ διαμελίζεται ὁ ἀμνὸς τοῡ Θεοῡ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + μελίζω «κόβω κάτι σε κομμάτια»] …   Dictionary of Greek

  • διαμελίζω — διαμέλισα, διαμελίστηκα, διαμελισμένος, διαλύω κάτι στα μέλη του, το κάνω κομμάτια, τεμαχίζω: Το κράτος της Τσεχοσλοβακίας διαμελίστηκε σε δύο μικρότερα κράτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαμελίζοντα — διαμελίζω dismember pres part act neut nom/voc/acc pl διαμελίζω dismember pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμελίζουσι — διαμελίζω dismember pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαμελίζω dismember pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμελίσαι — διαμελίζω dismember aor inf act διαμελίσαῑ , διαμελίζω dismember aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμελίσατε — διαμελίζω dismember aor imperat act 2nd pl διαμελίζω dismember aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμελίσομεν — διαμελίζω dismember aor subj act 1st pl (epic) διαμελίζω dismember fut ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμελίσαντας — διαμελίζω dismember aor part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμελίσωσιν — διαμελίζω dismember aor subj act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμελίζω — (Μ καταμελίζω) κόβω σε πολλά και μικρά κομμάτια, διαμελίζω, κομματιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μελίζω «διαμελίζω»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»